Η μακροχρόνια χρήση αντικαταθλιπτικών συνδέεται με συμπτώματα στέρησης
26 Ιουλίου 2025, 08:00

Νέα μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Psychiatry Research παρέχει αποδείξεις ότι όσο περισσότερο διάστημα λαμβάνει κάποιος αντικαταθλιπτικά, τόσο πιο πιθανό είναι να εμφανίσει συμπτώματα στέρησης όταν προσπαθήσει να τα διακόψει. Τα συμπτώματα αυτά συχνά είναι πιο σοβαρά, διαρκούν περισσότερο και δυσκολεύουν την προσπάθεια διακοπής του φαρμάκου ειδικά μετά από πάνω από δύο χρόνια συνεχούς χρήσης. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι οι δυσκολίες που σχετίζονται με τη διακοπή των αντικαταθλιπτικών είναι πιο συχνές και σοβαρές από ό,τι είχε παρουσιαστεί σε παλαιότερες έρευνες, ιδιαίτερα για τους μακροχρόνιους χρήστες.
Οι ανησυχίες για τα συμπτώματα στέρησης από αντικαταθλιπτικά έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, καθώς πολλοί άνθρωποι πλέον λαμβάνουν αυτά τα φάρμακα για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Παλαιότερες μελέτες, υποστήριζαν ότι τα συμπτώματα στέρησης είναι συνήθως ήπια και σύντομα. Ωστόσο, αυτές οι μελέτες περιλάμβαναν κυρίως χρήστες που είχαν λάβει τα φάρμακα για μικρό χρονικό διάστημα και βασίζονταν σε αυθόρμητες αναφορές συμπτωμάτων, γεγονός που μπορεί να υποτιμά τη σοβαρότητα του προβλήματος.
Παράλληλα, όλο και περισσότεροι άνθρωποι φαίνεται να λαμβάνουν αντικαταθλιπτικά για μεγαλύτερες χρονικές περιόδους. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι μισοί χρήστες τα λαμβάνουν για πάνω από έναν χρόνο, ενώ στις Ηνωμένες Πολιτείες, το 70% τα έχει λάβει για πάνω από δύο χρόνια. Η παρούσα μελέτη είχε στόχο να εξετάσει τα συμπτώματα στέρησης σε μια πιο αντιπροσωπευτική ομάδα μακροχρόνιων χρηστών και να διευκρινίσει πώς σχετίζεται η διάρκεια της χρήσης με τη σοβαρότητα και τη διάρκεια των συμπτωμάτων αυτών.
«Παραλίγο να πεθάνω όταν σταμάτησα το αντικαταθλιπτικό μου– η ανησυχία και ο τρόμος που ένιωσα δεν είχαν προηγούμενο στη ζωή μου», δήλωσε ο συγγραφέας της μελέτης, Dr. Mark A. Horowitz, λέκτορας στο King’s College London, ερευνητικός συνεργάτης στο Εθνικό Σύστημα Υγείας (NHS).
«Δεν ήταν τίποτα από όσα διάβασα στα βιβλία ή έμαθα στην εκπαίδευσή μου ως ψυχίατρος. Σύντομα κατάλαβα ότι εκατοντάδες χιλιάδες άλλοι ασθενείς περνούν την ίδια εμπειρία. Υπάρχει μεγάλη συζήτηση για το πόσο συχνά, σοβαρά και μακροχρόνια είναι τα συμπτώματα στέρησης από αντικαταθλιπτικά. Οι περισσότερες μελέτες εξετάζουν μόνο άτομα που έχουν πάρει τα φάρμακα για 8 εβδομάδες (όσο χρειάζεται για να εγκριθούν από τους ρυθμιστικούς φορείς).»
Η ερευνητική ομάδα μελέτησε 310 ενήλικες που είχαν λάβει ψυχολογική υποστήριξη για άγχος ή κατάθλιψη και είχαν προσπαθήσει κάποια στιγμή να διακόψουν τη χρήση αντικαταθλιπτικού. Οι συμμετέχοντες προέρχονταν από τέσσερις κλινικές του προγράμματος NHS Talking Therapies στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η πλειονότητα ήταν γυναίκες (78%) και λευκοί (75%), με μέση ηλικία τα 39 έτη.
Οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν ένα διαδικτυακό ερωτηματολόγιο, το οποίο περιλάμβανε ερωτήσεις σχετικά με το ιστορικό τους ως προς τη χρήση αντικαταθλιπτικών, τη διαδικασία διακοπής, και τα συμπτώματα που βίωσαν κατά την προσπάθεια διακοπής. Η έρευνα ενσωμάτωνε μια συντομευμένη εκδοχή ενός ευρέως χρησιμοποιούμενου ερωτηματολογίου αξιολόγησης συμπτωμάτων στέρησης, στην οποία προστέθηκαν συμπτώματα όπως οι «εγκεφαλικές αναταραχές» (brain zaps) και η αποπροσωποποίηση.
Οι ερευνητές ανέλυσαν τα δεδομένα για να κατανοήσουν πόσο συχνά εμφανίζονται συμπτώματα στέρησης, πόσο σοβαρά και μακροχρόνια είναι, και αν οι συμμετέχοντες κατάφεραν τελικά να διακόψουν τα φάρμακα. Εξέτασαν επίσης πώς αυτά τα αποτελέσματα σχετίζονται με παράγοντες όπως η διάρκεια χρήσης των αντικαταθλιπτικών, η μέθοδος σταδιακής διακοπής (tapering), και ο τύπος αντικαταθλιπτικού.
Βασικά ευρήματα: Η διάρκεια χρήσης επηρεάζει έντονα τα συμπτώματα στέρησης
Η βασική διαπίστωση ήταν ξεκάθαρη: όσο περισσότερο κάποιος λάμβανε αντικαταθλιπτικά, τόσο πιο πιθανό ήταν να εμφανίσει σοβαρά και μακράς διάρκειας συμπτώματα στέρησης και τόσο πιο δύσκολο ήταν να διακόψει.
Χρήση κάτω των 6 μηνών: Περίπου το 64% ανέφερε κάποια μορφή στέρησης, αλλά τα συμπτώματα ήταν συνήθως ήπια και σύντομα. Μόνο το 7% ανέφερε σοβαρά συμπτώματα, και οι περισσότεροι κατάφεραν να διακόψουν χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα.
Χρήση άνω των 2 ετών: Το 96% ανέφερε συμπτώματα στέρησης. Το 25% ανέφερε ότι αυτά ήταν σοβαρά, και πάνω από το 30% δήλωσε ότι διήρκεσαν περισσότερο από τρεις μήνες. Εντυπωσιακά, το 79% των μακροχρόνιων χρηστών δεν κατάφερε να διακόψει τη χρήση, παρά τις προσπάθειες.
Ένα από τα πιο συνεπή ευρήματα ήταν ότι η διάρκεια χρήσης προέβλεπε σε μεγάλο βαθμό τη δυσκολία διακοπής. Συγκεκριμένα, σε σύγκριση με όσους έλαβαν αντικαταθλιπτικά για λιγότερο από έξι μήνες:
Όσοι τα έλαβαν πάνω από δύο χρόνια είχαν:
•10 φορές περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν σύνδρομο στέρησης.
•Πάνω από 5 φορές περισσότερες πιθανότητες να αναφέρουν σοβαρά συμπτώματα.
•27 φορές περισσότερες πιθανότητες να δηλώσουν ότι δεν μπόρεσαν να τα διακόψουν.
Τα συμπτώματα κυμαίνονταν από συναισθηματικά ζητήματα όπως άγχος, διέγερση και τάση για κλάμα, έως σωματικά προβλήματα όπως ζάλη, κόπωση και οι λεγόμενοι «εγκεφαλικοί σπινθήρες» (brain zaps) — ένα αίσθημα που συχνά περιγράφεται ως ηλεκτρικά σοκ στο κεφάλι. Σημαντικό είναι ότι πάνω από το 40% των συμμετεχόντων πληρούσαν τον αυστηρότερο ορισμό του συνδρόμου στέρησης, εμφανίζοντας τουλάχιστον τέσσερα «μη συναισθηματικά» συμπτώματα, τα οποία είναι λιγότερο πιθανό να μπερδευτούν με υποτροπή της κατάθλιψης ή του άγχους.
Συνολικά, το 79% των συμμετεχόντων ανέφερε ότι βίωσε κάποιο βαθμό συμπτωμάτων στέρησης, ενώ σχεδόν το 20% δήλωσε ότι τα συμπτώματα διήρκεσαν περισσότερο από τρεις μήνες. Περίπου το 10% ανέφερε ότι τα συμπτώματα παρέμειναν για πάνω από έναν χρόνο.
Όπως συμβαίνει με κάθε έρευνα, υπάρχουν ορισμένοι περιορισμοί που πρέπει να ληφθούν υπόψη. Το ερωτηματολόγιο είχε σχετικά χαμηλό ποσοστό απόκρισης (18%), γεγονός που δημιουργεί την πιθανότητα ότι άτομα με ιδιαίτερα δύσκολες εμπειρίες στέρησης ήταν πιο πιθανό να συμμετάσχουν. Ωστόσο, τα δημογραφικά χαρακτηριστικά και το ιστορικό φαρμακευτικής αγωγής των συμμετεχόντων ήταν γενικά παρόμοια με αυτά του ευρύτερου πληθυσμού χρηστών υπηρεσιών ψυχοθεραπείας και αντικαταθλιπτικών στην Αγγλία.
Ένας άλλος περιορισμός είναι η αναδρομική φύση των δεδομένων. Οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να θυμηθούν συμπτώματα που είχαν βιώσει στο παρελθόν, κάτι που μπορεί να εισάγει ανακρίβειες. Παρ’ όλα αυτά, το μοτίβο των ευρημάτων ήταν ισχυρό, συνεπές και υποστηριζόταν από στατιστικούς ελέγχους για πιθανούς συγχυτικούς παράγοντες, όπως η ηλικία, η διάγνωση και η σοβαρότητα της κατάθλιψης ή του άγχους. Τα αποτελέσματα ήταν επίσης γενικά ευθυγραμμισμένα με άλλες μελέτες που εξετάζουν μακροχρόνιους χρήστες αντικαταθλιπτικών.
«Πρέπει επειγόντως να προσφέρουμε περισσότερη βοήθεια σε όσους προσπαθούν να διακόψουν τα αντικαταθλιπτικά, ώστε να προληφθούν οι βαθιά επιβαρυντικές συνέπειες που μπορεί να βιώσουν», δήλωσε ο Horowitz. «Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει εξίσου εκτενής εκπαίδευση των γιατρών και υποστήριξη για όσους θέλουν να διακόψουν αυτά τα φάρμακα, όπως ήδη υπάρχει για όσους θέλουν να τα ξεκινήσουν.
Οι ασθενείς πρέπει επίσης να ενημερώνονται για αυτούς τους κινδύνους -ότι ενδέχεται να μην μπορέσουν να τα διακόψουν και ότι, αν το προσπαθήσουν, οι συνέπειες μπορεί να είναι καταλυτικές- όταν εξετάζουν το ενδεχόμενο να ξεκινήσουν αντικαταθλιπτικά. Χρειάζεται να υπάρχει από την αρχή ένα πλάνο για το πότε και πώς θα γίνει η διακοπή, ώστε να αποφεύγεται η ανεξέλεγκτη και παρατεταμένη συνταγογράφηση που είναι τόσο διαδεδομένη σήμερα».
Tags: αντικαταθλιπτικά