ΙατροίΔιατροφολόγοιΑισθητικοίΝοσηλευτήριαΔιαγνωστικάΧημείαΦαρμακείαΓυμναστήριαΑσφάλειες

Ανοιχτά παράθυρα και χρήση μάσκας είναι αρκετά για να μην κολλήσουμε SARS-CoV-2

02 Νοεμβρίου 2020, 07:00

images

Ο SARS-CoV-2 μεταδίδεται κυρίως μέσω μικροσταγονιδίων στον αέρα και δευτερευόντως με άλλους τρόπους. Αυτό αναφέρεται στην τελευταία ανασκόπηση στοιχείων που δημοσιεύεται στην επιστημονική επιθεώρηση Annals of Internal Medicine. Την ίδια ώρα, σε lockdown διαφορετικών χρονικών διαστημάτων προχωρούν Βρετανία, Τσεχία, Βέλγιο και Ελβετία, σε μερικό lockdown η Γερμανία , η Ολλανδία, η Ιρλανδία, η Αυστρία και τοπικά lockdown η Πορτογαλία.

Μια παράλληλη μελέτη που δημοσιεύεται στο περιοδικό Indoor Air επιβεβαιώνει μάλιστα την παραπάνω ανασκόπηση, αναφέροντας ότι όταν κάποιος τραγουδά σε κλειστό χώρο και δεν φοράει μάσκα, εκτοξεύει μικροσταγονίδια που μεταφέρονται με τη βοήθεια του αέρα, διασπείροντας τον κορωνοϊό.

Έτσι, ξεκαθαρίζει σιγά- σιγά τι πρέπει να προσέχουμε. Στην ανασκόπηση αναφέρεται το συμπέρασμα ότι ελάχιστα είναι τα στοιχεία που να τεκμηριώνουν ότι η μετάδοση του νέου κορωνοϊού γίνεται μέσω αγγίγματος διαφόρων επιφανειών με αποτέλεσμα οι ερευνητές να τονίζουν ότι ο κατάλληλος αερισμός των κλειστών χώρων και η κοινωνική αποστασιοποίηση παίζουν καθοριστικό ρόλο στη μείωση του κινδύνου μετάδοσης του SARS-CoV-2.

Οι ερευνητές του Ιατρικού Κέντρου Montefiore, του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου της Πενσυλβάνια, του Γενικού Νοσοκομείου της Μασαχουσέτης, της Ιατρικής Σχολής του Χάρβαρντ και του Νοσοκομείου Brigham and Women’s της Βοστώνης, μελέτησαν όλα τα διαθέσιμα επιστημονικά άρθρα που είχαν δημοσιευθεί από τον Ιανουάριο έως και τον Σεπτέμβριο, καθώς και σχετικές κυβερνητικές ή ακαδημαϊκές αναφορές, για να καθορίσουν τους ιικούς, περιβαλλοντικούς και τους παράγοντες που σχετίζονται με τους ξενιστές και συντελούν στη μετάδοση της νόσου COVID-19.

Κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι, αρκετές μελέτες έδειξαν ότι τα σωματίδια του ιού μπορούσαν να είναι ζωντανά για ώρες μετά την ενσωμάτωσή τους σε αερολύματα ή πάνω στις επιφάνειες. Οι μελέτες που έγιναν σε πραγματικές συνθήκες, με ανίχνευση δηλαδή του ιικού RNA στο περιβάλλον, κατέγραψαν εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα του ιού στις επιφάνειες και σε ελάχιστες περιπτώσεις είχαν καταφέρει να απομονώσουν ζωντανό τον κορωνοϊό.

Ισχυρά ήταν τα αποδεικτικά στοιχεία από μελέτες περιπτώσεων και ομαδικές αναφορές που έδειχναν ότι η αναπνοή ήταν ο κυρίαρχος τρόπος μετάδοσης του κορωνοϊού, με την απόσταση και τον αερισμό να παίζουν καθοριστικό ρόλο στον κίνδυνο μετάδοσης της νόσου COVID-19 από άτομο σε άτομο.

Σε λίγες περιπτώσεις όπου η άμεση επαφή με ή μετάδοση από υλικά ή επιφάνειες ήταν η υποτιθέμενη πηγή μετάδοσης του SARS-CoV-2, δεν μπόρεσε να αποκλειστεί ο ρόλος της αναπνευστικής μετάδοσης.

Σύμφωνα με τους συγγραφείς της μελέτης, τα ευρήματα της ανασκόπησης θα βοηθήσουν στον σχεδιασμό επιστημονικά τεκμηριωμένων σχεδίων περιορισμού της επιδημίας και στην επιμόρφωση των πολιτών ως προς την επιβράδυνση της εξάπλωσης του κορωνοϊού.

Στη δεύτερη μελέτη, που έγινε επίσης στις ΗΠΑ, αφορμή ήταν ένα γεγονός υπερμετάδοσης που συνέβη τον περασμένο Μάρτιο. Στη Σαγκιτ Βάλεϊ της Ουάσινγκτον ένα άτομο με ήπια συμπτώματα της νόσου COVID-19 είχε πάει σε μια πρόβα μουσικού συγκροτήματος που διήρκεσε δυόμιση ώρες, σε έναν κλειστό χώρο. Το διάστημα που ακολούθησε πάνω από 50 άτομα που είχαν πάει στην ίδια πρόβα κόλλησαν κορωνοϊό και δύο μάλιστα πέθαναν. Επειδή όμως από τους μουσικούς είχαν ληφθεί όλα τα απαραίτητα μέτρα για τον περιορισμό της μετάδοσης του κορωνοϊού (απολυμαντικά χεριών και συστάσεις για τήρηση αποστάσεων), οι ερευνητές του Πανεπιστημίου του Κολοράντο υποψιάστηκαν ότι η μετάδοση οφειλόταν σε αερολύματα, καθώς όσοι παρεβρέθηκαν στον χώρο δεν είχαν φορέσει μάσκα. Ο κακός αερισμός του χώρου συντέλεσε στην συσσώρευση αερολυμάτων που είχαν παραχθεί κατά τη διάρκεια της πρόβας, όταν οι μουσικοί τραγουδούσαν εκτοξεύοντας μικροσταγονίδια στον αέρα.

«Η εισπνοή των μολυσμένων αερολυμάτων μέσω του ‘κοινού αέρα’ που μοιράζονταν στον χώρο όλοι οι παρευρισκόμενοι, ήταν η κύρια πηγή μετάδοσης του κορωνοϊού», εξηγεί ο συγγραφέας της μελέτης Χοσε-Λουϊς Χιμένες, καθηγητής Χημείας στο Ινστιτούτο Έρευνας Περιβαλλοντικών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Κολοράντο.

Μαρία Τσιλιμιγκάκη

Σχετικά Άρθρα