Δύο νέας γενιάς αντιβιοτικά στη μάχη κατά τηε γονόρροιας
19 Δεκεμβρίου 2025, 18:00
Για πρώτη φορά εδώ και περισσότερες από τρεις δεκαετίες, ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων των Ηνωμένων Πολιτειών (FDA) ενέκρινε νέα αντιβιοτικά για την αντιμετώπιση της γονόρροιας, ενός σεξουαλικώς μεταδιδόμενου νοσήματος που εξελίσσεται σε σοβαρή απειλή για τη δημόσια υγεία. Η χρονική συγκυρία θεωρείται κρίσιμη, καθώς τα κρούσματα αυξάνονται συνεχώς, ενώ η αποτελεσματικότητα των υπαρχουσών θεραπειών μειώνεται λόγω της αυξανόμενης μικροβιακής αντοχής.
Ο FDA ανακοίνωσε την έγκριση του zoliflodacin, το οποίο διατίθεται με την εμπορική ονομασία Nuzolvence. Πρόκειται για ένα από του στόματος αντιβιοτικό εφάπαξ δόσης, σχεδιασμένο για τη θεραπεία της γονόρροιας του ουρογεννητικού συστήματος σε ενήλικες και εφήβους ηλικίας 12 ετών και άνω, με ελάχιστο σωματικό βάρος 35 κιλά. Το φάρμακο χορηγείται σε μορφή κόκκων που διαλύονται σε νερό, γεγονός που διευκολύνει σημαντικά τη λήψη του. Η ανάπτυξή του έγινε μέσω συνεργασίας του μη κερδοσκοπικού οργανισμού Global Antibiotic Research and Development Partnership (GARDP) με την εταιρεία Innoviva Specialty Therapeutics.
Παράλληλα, η φαρμακευτική εταιρεία GSK ανακοίνωσε την έγκριση ενός δεύτερου φαρμάκου, του gepotidacin, με εμπορική ονομασία Blujepa. Το φάρμακο αυτό διατίθεται σε μορφή δισκίων και προορίζεται για τη θεραπεία της ουρογεννητικής γονόρροιας σε άτομα άνω των 12 ετών και βάρους άνω των 45 κιλών, ιδίως σε περιπτώσεις όπου υπάρχουν περιορισμένες ή καθόλου εναλλακτικές θεραπευτικές επιλογές. Αξίζει να σημειωθεί ότι τον Μάρτιο το gepotidacin είχε ήδη εγκριθεί για τη θεραπεία ουρολοιμώξεων στις γυναίκες.
Σύμφωνα με τον FDA, οι δύο αυτές εγκρίσεις αποτελούν σημαντικό ορόσημο στη διαχείριση της μη επιπλεγμένης ουρογεννητικής γονόρροιας. Τα τελευταία χρόνια, οι αποτελεσματικές θεραπευτικές επιλογές έχουν περιοριστεί δραστικά, καθώς το βακτήριο Neisseria gonorrhoeae έχει αναπτύξει αντοχή σε πολλά από τα αντιβιοτικά που χρησιμοποιούνταν ευρέως στο παρελθόν, όπως η σιπροφλοξασίνη, η αζιθρομυκίνη και ακόμη και η κεφτριαξόνη.
Η καθιερωμένη σήμερα θεραπεία βασίζεται σε ενδομυϊκή ένεση κεφτριαξόνης, γεγονός που απαιτεί επίσκεψη σε ιατρείο ή κλινική. Αντίθετα, τα δύο νέα φάρμακα λαμβάνονται από το στόμα, χωρίς βελόνες και συχνά χωρίς ανάγκη ιατρικής επίσκεψης. Αυτό αναμένεται να διευκολύνει σημαντικά την πρόσβαση στη θεραπεία, ιδίως σε πληθυσμούς με περιορισμένη πρόσβαση σε δομές υγείας.
Το zoliflodacin διαθέτει επιπλέον το πλεονέκτημα της εφάπαξ δόσης, κάτι που μειώνει τον κίνδυνο μη συμμόρφωσης των ασθενών και επιτρέπει τη χορήγησή του σε διαφορετικά υγειονομικά περιβάλλοντα, ακόμη και εκτός νοσοκομείων. Όπως επισημαίνουν ειδικοί, η ευκολία χορήγησης είναι καθοριστικής σημασίας για τον έλεγχο της νόσου σε επίπεδο δημόσιας υγείας.
Η ανάγκη για νέες και πιο προσβάσιμες θεραπείες είναι ιδιαίτερα έντονη στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σύμφωνα με τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC), τα κρούσματα τριών βασικών σεξουαλικώς μεταδιδόμενων λοιμώξεων — χλαμυδίων, γονόρροιας και σύφιλης — αυξήθηκαν κατά 90% το 2023 σε σύγκριση με το 2004. Μόνο το 2023 καταγράφηκαν πάνω από 2,4 εκατομμύρια περιστατικά.
Εάν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα, η γονόρροια μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές επιπλοκές. Σε σπάνιες περιπτώσεις, το βακτήριο μπορεί να εξαπλωθεί στο αίμα ή στις αρθρώσεις. Στις γυναίκες, η λοίμωξη μπορεί να προκαλέσει φλεγμονώδη νόσο της πυέλου, αυξάνοντας τον κίνδυνο εξωμήτριας κύησης, επιπλοκών στην εγκυμοσύνη και υπογονιμότητας. Αντίστοιχα, αν και σπανιότερα, η νόσος μπορεί να οδηγήσει σε υπογονιμότητα και στους άνδρες. Μέχρι σήμερα, δεν υπάρχει εγκεκριμένο εμβόλιο για την πρόληψη της γονόρροιας.
Η αυξανόμενη μικροβιακή αντοχή συνδέεται συχνά με την αλόγιστη ή λανθασμένη χρήση αντιβιοτικών, όπως όταν χορηγούνται χωρίς λόγο ή όταν οι ασθενείς δεν ολοκληρώνουν τη θεραπεία τους. Το zoliflodacin αναπτύχθηκε ειδικά για να παραμένει αποτελεσματικό απέναντι σε ανθεκτικά στελέχη της Neisseria gonorrhoeae και προορίζεται αποκλειστικά για τη γονόρροια, περιορίζοντας έτσι τον κίνδυνο υπερσυνταγογράφησης και ανάπτυξης αντοχής.
Κλινική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό The Lancet έδειξε ότι μία μόνο από του στόματος δόση zoliflodacin ήταν σχεδόν εξίσου αποτελεσματική με τη συνδυαστική θεραπεία κεφτριαξόνης και αζιθρομυκίνης. Περίπου το 90,9% των ασθενών θεραπεύτηκαν, έναντι 96,2% της καθιερωμένης αγωγής, με ήπιες κυρίως ανεπιθύμητες ενέργειες.
Αντίστοιχα, άλλη μελέτη στο The Lancet έδειξε ότι το gepotidacin είχε ποσοστό ίασης περίπου 92,6%, συγκρίσιμο με την υπάρχουσα θεραπεία. Παρότι παρατηρήθηκαν περισσότερες γαστρεντερικές ανεπιθύμητες ενέργειες, αυτές ήταν ως επί το πλείστον ήπιες ή μέτριες.
Παρά την αισιοδοξία, ειδικοί προειδοποιούν ότι η ανάπτυξη ανθεκτικών στελεχών ενδέχεται να συνεχιστεί και ότι η έρευνα για νέα φάρμακα παραμένει επιτακτική. Όπως επισημαίνουν, η γονόρροια παραμένει μια παγκόσμια απειλή, με πάνω από 80 εκατομμύρια νέα περιστατικά ετησίως, και η διατήρησή της ως θεραπεύσιμη νόσου απαιτεί συνεχή επαγρύπνηση και επένδυση στην επιστημονική έρευνα.
