Από την απώλεια στην ευθύνη: Η αναγκαιότητα συστημικής αλλαγής στον τομέα της Υγείας
20 Ιουνίου 2025, 17:15

Τις τελευταίες ημέρες, η κυπριακή κοινωνία συγκλονίζεται για ακόμη μια φορά από τον πρόωρο χαμό ενός νέου ανθρώπου – του 33χρονου Γιάννη Λαμπίτση, μεταμοσχευμένου ασθενούς με βεβαρημένο ιατρικό ιστορικό. Το τραγικό αυτό γεγονός, που εκτυλίχθηκε σε λιγότερο από μία εβδομάδα μέσα από διαδοχικές επισκέψεις στα Τμήματα Ατυχημάτων και Επειγόντων Περιστατικών (ΤΑΕΠ) δημόσιων και ιδιωτικών νοσοκομείων, δεν είναι δυστυχώς μεμονωμένο. Θυμίζει με οδυνηρό τρόπο την περίπτωση του Παναγιώτη Αναστάση, του 41χρονου ασθενούς με δρεπανοκυτταρική αναιμία, ο οποίος πέρσι τέτοια εποχή – στις 19 Ιουνίου 2024 – άφησε την τελευταία του πνοή στο Νοσοκομείο Αμμοχώστου, έπειτα από καθυστερήσεις, ασυνεννοησία και έλλειψη εξειδικευμένης φροντίδας.
Και στις δύο περιπτώσεις, υπήρχαν πρωτόκολλα, υπήρχαν εμπειρογνώμονες, υπήρχε γνώση – αλλά δεν υπήρξαν θεσμοθετημένες διαδικασίες διαχείρισης αυτών των ασθενειών, δεν υπήρξε συντονισμός, δεν υπήρξε εποπτεία. Κατά συνέπεια, δυσχεραίνεται ακόμη και η απόδοση ευθυνών: ποιος λογοδοτεί, όταν τίποτε δεν έχει προβλεφθεί με σαφήνεια και δεσμευτικότητα;
Ας είμαστε ξεκάθαροι: στην Κύπρο δε χάνουμε ανθρώπινες ζωές επειδή δεν έχουμε ιατρική/ επιστημονική κατάρτιση και εμπειρία. Ούτε γιατί το κράτος δε δείχνει την απαραίτητη ευαισθησία. Αντιθέτως, διαθέτουμε εξαιρετικούς επιστήμονες και σύγχρονα μέσα. Το πρόβλημά μας εντοπίζεται πρωτίστως στην απουσία μιας κεντρικής, ανεξάρτητης Αρχής Εποπτείας και Ελέγχου, η οποία θα διασφαλίζει την υιοθέτηση, συνεπή εφαρμογή και παρακολούθηση των κλινικών πρωτοκόλλων, όπως και τη συνεχή εκπαίδευση του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού σε σχέση με τη διαχείριση σύνθετων ασθενειών και παθήσεων που απαιτούν εξειδικευμένη αντιμετώπιση.
Η δημόσια παραδοχή, ενώπιον της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Υγείας (δημοσίευση Ygeia-News, 19/06/2025), από μεγάλο νοσηλευτικό ίδρυμα ότι δε διαθέτει εξειδικευμένα πρωτόκολλα για τη διαχείριση μεταμοσχευμένων ασθενών, ούτε επαρκώς καταρτισμένο προσωπικό για την αντιμετώπιση τέτοιων περιστατικών, συνιστά ηχηρή απόδειξη της δομικής ανεπάρκειας του συστήματος Υγείας να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της σύγχρονης ιατρικής και στις θεμελιώδεις προσδοκίες των πολιτών για ασφάλεια, ποιότητα και αξιοπρεπή φροντίδα.
Η εφαρμογή κλινικών πρωτοκόλλων δε μπορεί να επαφίεται στην καλή πρόθεση ή την ατομική κρίση του εκάστοτε επαγγελματία υγείας. Είναι θέμα ασφάλειας, ποιότητας και δικαιοσύνης. Είναι υποχρέωση του κράτους να εξασφαλίσει ότι οι γιατροί και οι επαγγελματίες υγείας σε κάθε νοσηλευτήριο, δημόσιο ή ιδιωτικό, ακολουθούν τεκμηριωμένες και διεθνώς αναγνωρισμένες κατευθυντήριες οδηγίες, ιδίως για την αντιμετώπιση ευάλωτων ομάδων ασθενών.
Στην κατεύθυνση αυτή, η επικείμενη λειτουργία του Εθνικού Κέντρου Κλινικής Τεκμηρίωσης (ΕΚΚΤ) αποτελεί αναμφίβολα μια ελπιδοφόρα εξέλιξη. Το Κέντρο αυτό, το οποίο αποτελεί πάγιο αίτημα της κοινότητας των ασθενών εδώ και χρόνια, καλείται να καλύψει ένα σημαντικότατο κενό στο σύστημα Υγείας, αναλαμβάνοντας την ετοιμασία, την επικαιροποίηση και την προώθηση κλινικών πρωτοκόλλων και οδηγιών, με βάση τα πιο πρόσφατα επιστημονικά δεδομένα. Κυρίως, τα πρωτόκολλα αυτά θα έχουν υποχρεωτικό χαρακτήρα και θα αποτελούν τη βάση της ιατρικής πρακτικής σε όλη τη χώρα.
Αυτό, όμως, δεν αρκεί από μόνο του.
Το κρίσιμο ζητούμενο είναι η πραγματική, καθημερινή, συστηματική εφαρμογή των πρωτοκόλλων και κατευθυντηρίων οδηγιών, οι μηχανισμοί συνεχούς παρακολούθησης, ελέγχου και αξιολόγησης της εφαρμογής τους, συνοδευόμενη από ουσιαστική και συστηματική εκπαίδευση του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού όλων των νοσηλευτηρίων, ιδίως σε σχέση με τη διαχείριση εξειδικευμένων περιστατικών, και η υποχρεωτική παραπομπή των ασθενών σε αρμόδιες μονάδες όταν πρόκειται για σοβαρά ή σπάνια νοσήματα.
Η έλλειψη τέτοιου θεσμικού πλαισίου έχει κόστος – και το κόστος μετριέται σε ανθρώπινες ζωές. Είναι τραγικό το γεγονός ότι για ορισμένους ασθενείς, η καθυστέρηση στη λήψη της σωστής απόφασης ή η απουσία παραπομπής σε εξειδικευμένο κέντρο ισοδυναμεί με θανατική καταδίκη.
Η απώλεια του Γιάννη, του Παναγιώτη και άλλων ασθενών δεν πρέπει να περάσει στη λήθη. Αποτελούν ηχηρή υπενθύμιση για το τι διακυβεύεται όταν το σύστημα υγείας αδυνατεί να λειτουργήσει συντεταγμένα και να παράσχει υψηλού επιπέδου φροντίδα στους πιο ευάλωτους. Το ηθικό μας χρέος είναι να μετατρέψουμε τον πόνο σε πράξη, την τραγωδία σε αλλαγή.
Ας είναι αυτοί οι θάνατοι η τελευταία αφορμή για να επιταχύνουμε τις μεταρρυθμίσεις που δικαιούνται οι ασθενείς και η κοινωνία μας.
Δρ. Ανδρούλλα Ελευθερίου
BSC, MSc, PhD
Εκτελεστική Διευθύντρια Διεθνούς Ομοσπονδίας Θαλασσαιμίας
Πρόεδρος Εθνικής Επιτροπής Θαλασσαιμίας
Πρώην Επικεφαλής του Κέντρου Αναφοράς Ιογενών Παθήσεων του Υπουργείου Υγείας της Κύπρου
Πρώην Διευθύντρια του Συνεργαζόμενου Κέντρου Θαλασσαιμίας της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας στην Κύπρο
Πρώην Πρόεδρος Παγκύπριας Συμμαχίας Σπανίων Παθήσεων