ΙατροίΔιατροφολόγοιΑισθητικοίΝοσηλευτήριαΔιαγνωστικάΧημείαΦαρμακείαΓυμναστήριαΑσφάλειες

Σημαντική εξέλιξη για τον RSV: Τα νεογέννητα πρέπει να προστατεύονται διότι κινδυνεύουν από άσθμα

02 Δεκεμβρίου 2025, 07:00

images

Βέλγοι ερευνητές από το VIB και το Πανεπιστήμιο της Γάνδης (UGent), σε συνεργασία με επιστημονικές ομάδες στη Δανία, ανακάλυψαν ισχυρές αποδείξεις ότι η μόλυνση από τον Αναπνευστικό Συγκυτιακό Ιό (RSV) κατά τους πρώτους μήνες της ζωής αυξάνει σημαντικά την πιθανότητα εμφάνισης άσθματος στην παιδική ηλικία. Η επίδραση αυτή φαίνεται ακόμη πιο έντονη στα παιδιά που έχουν οικογενειακό ιστορικό αλλεργιών ή άσθματος. Τα νέα ευρήματα, που δημοσιεύθηκαν στις 28 Νοεμβρίου στο περιοδικό Science Immunology, υποδεικνύουν ότι η προστασία των νεογνών από το RSV θα μπορούσε να συμβάλει καθοριστικά στη μείωση των ποσοστών παιδικού άσθματος στο μέλλον.

Κατανόηση των πρώιμων παραγόντων κινδύνου για άσθμα

Στην Ευρώπη, 5% έως 15% των παιδιών ζουν με άσθμα,μία χρόνια πάθηση που μπορεί να επηρεάσει την καθημερινή λειτουργικότητα, να επιβαρύνει σημαντικά τις οικογένειες και να επιφέρει σημαντικό οικονομικό κόστος στα συστήματα υγείας. Η αναζήτηση αποτελεσματικών τρόπων για τη μείωση του κινδύνου εμφάνισης άσθματος πριν εκδηλωθούν τα πρώτα συμπτώματα αποτελεί διαρκή προτεραιότητα για τη δημόσια υγεία.

«Το παιδικό άσθμα είναι μια πολύπλοκη νόσος με πολλούς παράγοντες που συμβάλλουν στην εμφάνισή της», εξηγεί ο καθηγητής Μπαρτ Λάμπρεχτ (VIB–UGent Center for Inflammation Research), ανώτερος συγγραφέας της μελέτης. «Βρήκαμε ότι η μόλυνση από RSV στην αρχή της ζωής αλληλεπιδρά με τον κληρονομικό αλλεργικό κίνδυνο με έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο που ωθεί το ανοσοποιητικό σύστημα προς την ανάπτυξη άσθματος. Το ενθαρρυντικό είναι ότι αυτή η διαδικασία μπορεί να προληφθεί».

Πώς συνεργούν ο RSV και η κληρονομικότητα των αλλεργιών

Για να διερευνήσουν αυτή τη σχέση, οι ερευνητές συνδύασαν δεδομένα από τα εθνικά μητρώα υγείας όλων των παιδιών της Δανίας και των γονέων τους με ελεγχόμενα εργαστηριακά πειράματα. Χάρη σε αυτή τη διπλή προσέγγιση κατέδειξαν τον τρόπο με τον οποίο μια πρώιμη ιογενής λοίμωξη μπορεί να ενισχύσει δραματικά την επίδραση του κληρονομικού αλλεργικού κινδύνου.

Διαπιστώθηκε ότι τα βρέφη που νοσούν σοβαρά από RSV στους πρώτους μήνες της ζωής τους εμφανίζουν μεγαλύτερη πιθανότητα να αναπτύξουν ανοσολογικές αποκρίσεις που υπεραντιδρούν σε κοινά αλλεργιογόνα, όπως τα ακάρεα της οικιακής σκόνης. Όταν υπάρχει οικογενειακό ιστορικό άσθματος ή αλλεργιών, το φαινόμενο γίνεται ακόμη πιο ισχυρό: αντισώματα ειδικά για αλλεργιογόνα που μεταφέρονται από τους γονείς στα νεογνά αυξάνουν περαιτέρω αυτή την ευαισθησία.

Αποδείξεις ότι η πρόληψη μπορεί να αλλάξει την πορεία της νόσου

Ένα κομβικό σημείο της μελέτης ήταν ότι η προστασία των νεογνών από τον RSV σε πειραματικά μοντέλα εμπόδισε πλήρως αυτές τις παθολογικές ανοσολογικές μετατοπίσεις. Ως αποτέλεσμα, το άσθμα δεν εκδηλώθηκε.

«Καθώς η πρόληψη του RSV γίνεται πλέον ευρέως διαθέσιμη, έχουμε μια σπουδαία ευκαιρία να βελτιώσουμε όχι μόνο τη βραχυπρόθεσμη υγεία των βρεφών, αλλά και τη μακροπρόθεσμη αναπνευστική τους υγεία», δηλώνει η καθηγήτρια Χαμίδα Χαμάντ (VIB–UGent), συν-ανώτερη συγγραφέας. «Δεν πρόκειται απλώς για ένα θεωρητικό εργαστηριακό εύρημα· είναι ένα μήνυμα που μπορεί να βοηθήσει τους γονείς να επιλέξουν με μεγαλύτερη σιγουριά τις προληπτικές μεθόδους κατά του RSV».

Σήμερα εφαρμόζονται δύο βασικές στρατηγικές:

Εμβολιασμός των εγκύων στο τρίτο τρίμηνο, ώστε να μεταφερθούν προστατευτικά αντισώματα στο βρέφος.

Παθητική ανοσοποίηση των νεογνών με μακράς δράσης αντισώματα, τα οποία παρέχουν άμεση προστασία για αρκετούς μήνες.

Παρά την υψηλή αποτελεσματικότητα αυτών των μεθόδων στη μείωση των νοσηλειών από RSV, η εφαρμογή τους παραμένει άνιση μεταξύ των χωρών και των κοινωνικών ομάδων.

«Αυτή είναι μια στιγμή όπου η πολιτική υγείας, η επιστήμη και η παιδιατρική μπορούν να ευθυγραμμιστούν», προσθέτει ο Λάμπρεχτ. «Αν η πρόληψη της λοίμωξης από RSV μειώνει παράλληλα τον μελλοντικό κίνδυνο άσθματος, τότε τα οφέλη για τις οικογένειες και τα συστήματα υγείας θα είναι τεράστια».

Η έρευνα χρηματοδοτήθηκε από το European Research Council, το Πανεπιστήμιο της Γάνδης και το ίδρυμα FWO (Research Foundation – Flanders).

Σχετικά Άρθρα