ΙατροίΔιατροφολόγοιΑισθητικοίΝοσηλευτήριαΔιαγνωστικάΧημείαΦαρμακείαΓυμναστήριαΑσφάλειες

Στη βουλή η ποινικοποίηση του εκφοβισμού

11 Μαΐου 2022, 07:04

images

Η ποινικοποίηση του εκφοβισμού θα τεθεί σήμερα για συζήτηση στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Νομικών, Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, καθώς το θέμα αυτό έχει λάβει τεράστιες διαστάσεις στην κοινωνία, όχι μόνο της Κύπρου αλλά σε όλο τον κόσμο.

Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του περί Ποινικού Κώδικα (Τροποποιητικός) Νόμος του 2022, ο σκοπός του νόμου που προτείνεται είναι η ποινικοποίηση του εκφοβισμού, γνωστού και ως bullying, ο οποίος συνίσταται στη σωματική ή ψυχολογική κακοποίηση και προσβολή της αξιοπρέπειας ασθενέστερων ατόμων.

Αξίζει να αναφερθεί ότι το φαινόμενο αυτό δεν περιορίζεται στις σχολικές δομές, αλλά έχει παρατηρηθεί σε όλες τις ηλικίες και τις κοινωνικές δομές, περιλαμβανομένων του στρατού, των αθλητικών σωματείων, της οικογένειας και του χώρου εργασίας.

Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), ο εκφοβισμός αποτελεί «μείζον πρόβλημα δημόσιας υγείας» στα σχολεία, στους εργασιακούς χώρους στην οικογένεια και γενικότερα στην κοινωνία, ειδικότερα εκεί που συναντούν μειονότητες ατόμων με διαφορετικό προσανατολισμό, πολιτική τάξη, συνήθεια, τρόπο ζωής, σεξουαλικότητα κλπ.

Όπως αναφέρεται, οι συνέπειες του εκφοβισμού δεν περιορίζονται στο θύμα, παρόλο που ο μεγαλύτερος αντίκτυπος είναι προς αυτό, αλλά επηρεάζουν σε βάθος χρόνου όλους τους εμπλεκόμενους, περιλαμβανομένου του θύτη και των μαρτύρων.

«Οι επιπτώσεις στο θύμα, ειδικότερα στην ψυχική του υγεία, είναι τεράστιες και δύσλυτες, ενώ το πρόσωπο που διαπράττει τον εκφοβισμό αναπτύσσει τη νοοτροπία του θύτη και της ατιμωρησίας», προστίθεται.

Επισημαίνεται ότι τα είδη του εκφοβισμού είναι πολύ διαφορετικά και δεν έχουν πάντα την ίδια μορφή. Εκτός από σωματική βία, ο εκφοβισμός περιλαμβάνει σεξουαλική βία, απειλές, πειράγματα, κοινωνικό αποκλεισμό και ψυχολογική βία και έχει πλέον εξαπλωθεί στο διαδίκτυο και ειδικότερα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

«Παρόλο που κάποια από τα συστατικά του εκφοβισμού, όπως η σωματική ή σεξουαλική βία, αποτελούν αυτοτελώς ποινικά αδικήματα, στην πλειοψηφία τους οι πράξεις που διαπράττονται προς τον σκοπό του εκφοβισμού δεν ποινικοποιούνται από τον Ποινικό Κώδικα ή οποιονδήποτε άλλο νόμο της Δημοκρατίας», υπογραμμίζεται.

Σύμφωνα με την έκθεση, η πρόληψη του εκφοβισμού στα σχολεία και στον αθλητισμό ήδη απασχόλησε σε μεγάλο βαθμό την κοινωνία και ως αποτέλεσμα έχουν πρόσφατα τεθεί σε ισχύ δύο σχετικές νομοθεσίες για την αντιμετώπισή του στους τομείς αυτούς.

Ωστόσο, προστίθεται, η πρόληψη δεν είναι αρκετή καθώς η καταπολέμηση του φαινομένου αυτού απαιτεί και την ποινικοποίησή του ώστε να αντιμετωπιστεί η νοοτροπία της ατιμωρησίας που αναπτύσσεται στον θύτη και να παρασχεθεί ικανοποιητική προστασία στο θύμα.

Πρόνοιες ποινικοποίησης εκφοβισμού

Ο εκφοβισμός αποτελεί την πράξη που διαπράττει ένα πρόσωπο το οποίο επανειλημμένα προβαίνει σε συμπεριφορά που συνιστά παρενόχληση με σκοπό ή αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειας ή της υπόληψης του θύματος ή τη δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού, μειωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος.

Άτομο που προχωρά σε πράξεις εκφοβισμού είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ή σε αμφότερες τις ποινές, νοουμένου ότι η πράξη δεν τιμωρείται αυστηρότερα από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου εν ισχύι Νόμου.

Στην έκθεση αναφέρεται επίσης ότι σε περίπτωση που το πρόσωπο που προβαίνει στην προβλεπόμενη συμπεριφορά που συνιστά παρενόχληση είναι σε θέση ισχύος έναντι του θύματος, το πρόσωπο το οποίο προβαίνει στην τοιαύτη συμπεριφορά υπόκειται, σε περίπτωση καταδίκης του, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ή σε αμφότερες τις ποινές, νοουμένου ότι η πράξη δεν τιμωρείται αυστηρότερα από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου εν ισχύι Νόμου.

Ακόμη, για τους σκοπούς που ένα πρόσωπο θεωρείται ότι σκοπεύει να προκαλέσει με τη συμπεριφορά του την προσβολή της αξιοπρέπειας ή της υπόληψης του θύματος και τη δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού, μειωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος, εφόσον ένα λογικό πρόσωπο υπό τις ίδιες περιστάσεις, θα θεωρούσε ότι η συμπεριφορά αυτή προκαλεί ή είναι πιθανό ότι θα προκαλέσει τα πιο πάνω.

Επιπλέον, η «παρενόχληση» σημαίνει την πρόκληση φόβου, ανησυχίας ή αγωνίας σε άλλο πρόσωπο «συμπεριφορά» σημαίνει μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες πράξεις:

(α) Απειλή

(β) χρήση επιθετικών ή προσβλητικών ή μειωτικών εκφράσεων προς το θύμα ή στην παρουσία αυτού

(γ) επιθετικές ή προσβλητικές ή μειωτικές πράξεις προς το θύμα ή στην παρουσία αυτού

(δ) οποιαδήποτε πράξη εύλογα αναμένεται ότι θα προκαλέσει σωματική ή ψυχική βλάβη στο θύμα, περιλαμβανομένου αυτοτραυματισμού του, ανησυχία ή αγωνία στο θύμα για την ασφάλειά του ή την ασφάλεια οποιουδήποτε άλλου προσώπου.

Παράλειψη πολίτη να καταγγείλει περιπτώσεις εκφοβισμού

Στην περίπτωση που ένα πρόσωπο το οποίο παραλείπει να καταγγείλει περίπτωση συμπεριφοράς που συνιστά παρενόχληση σε βάρος ανήλικου προσώπου ή προσώπου με σοβαρές διανοητικές ή ψυχικές ανεπάρκειες, η οποία, περιέρχεται σε γνώση του, διαπράττει αδίκημα και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα χίλια ευρώ (€1.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.

Σημειώνεται ότι κατά την επιμέτρηση της ποινής το δικαστήριο λαμβάνει ως επιβαρυντική περίσταση το γεγονός ότι το πρόσωπο που παραλείπει να καταγγείλει ή δεν προωθεί καταγγελία, είναι εκπαιδευτικός, λειτουργός των κοινωνικών υπηρεσιών ή επαγγελματίας υγείας, όπως ψυχίατρος, ιατρός οποιασδήποτε άλλης ειδικότητας, νοσηλευτής, ψυχολόγος ή άλλος επαγγελματίας με συναφείς προς το αντικείμενο δραστηριότητες.

Εν κατακλείδι, κατά την επιμέτρηση της ποινής για τη διάπραξη του προβλεπόμενου αδικήματος, δεν αποτελεί υπεράσπιση ότι τα αναφερόμενα πρόσωπα παρέλειψαν να προβούν σε καταγγελία λόγω του επαγγελματικού τους απόρρητου.

Της Ουρανίας Στυλιανού

Σχετικά Άρθρα