Λιτότητα στην Παγκόσμια Υγεία: Συναγερμός ή ευκαιρία για ριζική αναθεώρηση;
22 Αυγούστου 2025, 14:36

Η παγκόσμια υγεία μπαίνει σε μια περίοδο πρωτοφανούς λιτότητας. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο έγκριτο ιατρικό περιοδικό The Lancet, το 2025 η διεθνής βοήθεια για τη δημόσια υγεία θα καταγράψει ιστορικό χαμηλό μετά από δεκαετίες σταθερής ή αυξανόμενης ροής πόρων. Το γεγονός αυτό συνιστά μια υπαρξιακή απειλή για εκατομμύρια πολίτες στον αναπτυσσόμενο κόσμο και όχι μόνο.
Ήδη, οι μεγαλύτεροι δωρητές – κυβερνήσεις, διεθνείς οργανισμοί, φιλανθρωπικά ιδρύματα – έχουν ανακοινώσει περικοπές που αγγίζουν το «κόκκινο» σε προγράμματα που σχετίζονται με την υγεία: από εμβολιασμούς και καταπολέμηση λοιμωδών νοσημάτων μέχρι τη φροντίδα για χρόνιες παθήσεις. Οι λόγοι; Πολιτικές πιέσεις, οικονομική αβεβαιότητα, γεωπολιτικές ανακατατάξεις. Η πανδημία του COVID-19 απορρόφησε τεράστιους πόρους, οι αμυντικές δαπάνες αυξάνονται, ενώ η κλιματική κρίση λελογισμένα διεκδικεί μερίδιο χρηματοδότησης. Το αποτέλεσμα είναι ένα επικίνδυνο κενό που αφήνει πίσω του εκατομμύρια ανθρώπους χωρίς δίχτυ ασφαλείας.
Η τάση αυτή δεν είναι καινούργια. Οι δραστικές περικοπές στην εξωτερική αναπτυξιακή βοήθεια ανακοινώθηκαν τον περασμένο Απρίλιο από τη διακυβέρνηση Τραμπ στις ΗΠΑ, τον μέχρι πρότινος μεγαλύτερο πάροχο ανθρωπιστικής βοήθειας παγκοσμίως, προβλέποντας δραστική μείωση των κονδυλίων που διοχετεύονται σε παγκόσμια προγράμματα υγείας. Η πολιτική αυτή, που θέτει την «Αμερική Πρώτα» ακόμη και εις βάρος διεθνών ανθρωπιστικών δεσμεύσεων, αποδυναμώνει σημαντικά οργανισμούς που εξαρτώνται από τη συνεισφορά των ΗΠΑ, όπως το Παγκόσμιο Ταμείο για την Καταπολέμηση του AIDS, της Φυματίωσης και της Ελονοσίας, αλλά και τον ίδιο τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας.
Στην Ευρώπη, η Γερμανία, η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο ακολουθούν σήμερα παρόμοια δημοσιονομική στρατηγική. Το Λονδίνο, για παράδειγμα, μείωσε το ποσοστό της αναπτυξιακής βοήθειας από το 0,7% του ΑΕΠ – που αποτελούσε και διεθνή δέσμευση – στο 0,5%. Η Γερμανία και η Γαλλία, υπό την πίεση ενεργειακής κρίσης και αυξημένων αμυντικών δαπανών, περιόρισαν αντίστοιχα τις εισφορές τους σε διεθνείς οργανισμούς.
Οι επιπτώσεις αυτών των πολιτικών είναι ήδη εμφανείς. Οι χώρες που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την εξωτερική βοήθεια πληρώνουν μέχρι στιγμής το βαρύτερο τίμημα, καθώς βρίσκονται αντιμέτωπες με σοβαρά κενά: Στην υποσαχάρια Αφρική, καθυστερούν ή ακυρώνονται προγράμματα εμβολιασμού και πρόληψης της ελονοσίας, στη Νότια Ασία, η πρόσβαση σε θεραπείες για χρόνιες παθήσεις όπως η θαλασσαιμία ή η φυματίωση γίνεται όλο και πιο δύσκολη, ενώ στην Κεντρική Αμερική, μειώνεται η υποστήριξη σε προγράμματα μητρικής και παιδικής υγείας.
Η κρίση αυτή φέρνει στο φως ένα διαχρονικό πρόβλημα: η παγκόσμια υγεία στηρίζεται υπέρμετρα σε λίγους «μεγάλους παίκτες». Όταν οι ίδιοι αλλάζουν προτεραιότητες, οι ανάγκες δισεκατομμυρίων πολιτών μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα. Αυτό το μοντέλο αποδεικνύεται εύθραυστο, άδικο και αναποτελεσματικό, αφού προωθεί τη διεύρυνση των ήδη εντεινόμενων ανισοτήτων ανάμεσα στις χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου και τα πιο προηγμένα οικονομικά κράτη. Στα πρώτα, η πρόσβαση σε στοιχειώδεις υγειονομικές υπηρεσίες γίνεται ολοένα και πιο επισφαλής, ενώ στα δεύτερα ενισχύεται η αίσθηση ασφάλειας και προόδου. Το χάσμα αυτό δεν είναι μόνο κοινωνικά άδικο· είναι και επικίνδυνο για τη διεθνή σταθερότητα, καθώς οι υγειονομικές κρίσεις δε γνωρίζουν σύνορα.
Μπροστά σε ένα τέτοιο αδιέξοδο, τίθεται ένα κρίσιμο ερώτημα: μήπως η σημερινή κρίση είναι η αφορμή για μια ριζική αναθεώρηση; Ο διεθνής διάλογος – όπως ήδη καταγράφουν διάφορες αναλύσεις– αντιμετωπίζει τις περικοπές όχι μόνο ως μια επικίνδυνη και ανησυχητική εξέλιξη, αλλά και ως πιθανή αφορμή για να οικοδομηθεί ένα πιο βιώσιμο, πολυμερές και ανθεκτικό σύστημα παγκόσμιας υγείας.
Η νέα αυτή «αρχιτεκτονική» δε μπορεί να στηρίζεται πια αποκλειστικά στη βούληση μεμονωμένων δωρητών. Χρειάζεται ένα μοντέλο όπου οι πόροι αντλούνται πολυμερώς, η διαχείριση γίνεται με διαφάνεια και λογοδοσία, και τα εθνικά συστήματα υγείας ενδυναμώνονται προκειμένου να σταθούν στα πόδια τους. Έν μοντέλο όπου οι συνεργασίες μεταξύ κυβερνήσεων, ιδιωτικού τομέα και κοινωνίας των πολιτών θα παράγουν καινοτόμες λύσεις και όπου κάθε επένδυση θα κατευθύνεται εκεί που υπάρχει πραγματική ανάγκη. Μια τέτοια αλλαγή δεν είναι θεωρητική πολυτέλεια· είναι αναγκαιότητα για να μπορέσει η παγκόσμια υγεία να ανταποκριθεί σε έναν κόσμο που αλλάζει διαρκώς.
Αν η διεθνής κοινότητα παραμείνει αδρανής, η εικόνα των επόμενων ετών θα είναι ζοφερή. Και την ίδια ώρα, νέες επιδημίες θα ξεπηδούν ανεξέλεγκτα σε ένα περιβάλλον χωρίς δομές, χωρίς άμυνες, χωρίς ελπίδα. Η αδράνεια είναι μια απόφαση που μεταφράζεται σε απώλεια ζωών, σε ανισότητες που βαθαίνουν, σε δεκαετίες προόδου που σβήνουν μέσα σε λίγα χρόνια.
Ας μην ξεχνάμε ότι τα τελευταία χρόνια έχουμε γίνει μάρτυρες επαναστατικών ιατρικών και βιοτεχνολογικών εξελίξεων που μεταμορφώνουν τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε πληθώρα ασθενειών. Πρόκειται για εξελίξεις που δίνουν ελπίδα σε εκατομμύρια ασθενείς παγκοσμίως, συμπεριλαμβανομένων όσων πάσχουν από σπάνια αλλά και σύνθετα χρόνια νοσήματα, όπως η θαλασσαιμία και η δρεπανοκυτταρική αναιμία. Εξελίξεις που δεν πρέπει, σε καμία περίπτωση, να μείνουν αναξιοποίητες ή να χαθούν μέσα σε μια πιθανή οπισθοδρόμηση των συστημάτων υγείας.
Η υγεία δε μπορεί να είναι «παράπλευρη απώλεια» της λιτότητας. Είναι θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα και βασικός πυλώνας της παγκόσμιας σταθερότητας. Το ζητούμενο σήμερα είναι αν θα βρούμε το θάρρος να προχωρήσουμε σε μια νέα κοινωνική και πολιτική σύμβαση γύρω από την υγεία.
Η επιλογή είναι δική μας: είτε θα επιτρέψουμε η λιτότητα να μετατραπεί σε παγκόσμια υγειονομική κρίση, είτε θα τη μετατρέψουμε σε αφετηρία ενός πιο δίκαιου, αποτελεσματικού και ανθεκτικού συστήματος.
Της Δρ. Ανδρούλλας Ελευθερίου
BSC, MSc, PhD
Εκτελεστική Διευθύντρια Διεθνούς Ομοσπονδίας Θαλασσαιμίας
Πρόεδρος Εθνικής Επιτροπής Θαλασσαιμίας
Πρώην Επικεφαλής του Κέντρου Αναφοράς Ιογενών Παθήσεων του Υπουργείου Υγείας της Κύπρου
Πρώην Διευθύντρια του Συνεργαζόμενου Κέντρου Θαλασσαιμίας της Παγκόσμιας Οργάνωσης
Υγείας στην Κύπρο
Πρώην Πρόεδρος Παγκύπριας Συμμαχίας Σπανίων Παθήσεων